The winning entry has been announced in this pair.There were 7 entries submitted in this pair during the submission phase. The winning entry was determined based on finals round voting by peers.Competition in this pair is now closed. |
Ένα θέμα της εποχής μας, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο κόσμο, είναι ότι οι άνθρωποι αποζητούν τη σιωπή αλλά δεν τη βρίσκουν πουθενά. Το βουητό της κυκλοφορίας, το ακατάπαυστο κουδούνισμα των τηλεφώνων, οι ψηφιακές ανακοινώσεις σε τρένα και λεωφορεία, οι τηλεοράσεις που χαλάνε τον κόσμο ακόμα και σε άδεια γραφεία, είναι ένα αδιάκοπο σφυροκόπημα και περισπασμός. Το ανθρώπινο γένος καταπονείται από τους θορύβους και λαχταράει το αντίθετό τους – άλλοτε στην άγρια φύση, άλλοτε στον αχανή ωκεανό ή σε κάποιο καταφύγιο αφιερωμένο στη γαλήνη και την περισυλλογή. Ο καθηγητής ιστορίας Άλεν Κόρμπιν (Alain Corbin) γράφει από το ησυχαστήριό του στη Σορβόννη και ο Νορβηγός εξερευνητής Έρλινγκ Κάγκε (Erling Kagge) απ’ όσα θυμάται για τις ερημικές εκτάσεις της Ανταρκτικής – μέρη όπου και οι δύο προσπάθησαν να αποδράσουν. Και όμως, όπως επισημαίνει ο Κόρμπιν στην «Ιστορία της σιωπής», πιθανότατα δεν υπάρχει σήμερα περισσότερος θόρυβος από ό,τι στο παρελθόν. Πριν μπουν λάστιχα στις ρόδες, οι δρόμοι της πόλης γέμιζαν με το εκκωφαντικό βροντοχτύπημα από τροχούς με σιδερένιες ζάντες και από πέταλα αλόγων πάνω στο λιθόστρωτο. Πριν από την εκούσια απομόνωσή μας πάνω από κινητά τηλέφωνα, τα λεωφορεία και τα τρένα αντηχούσαν με συνομιλίες. Οι εφημεριδοπώλες δεν εγκατέλειπαν το εμπόρευμά τους σε αθόρυβα πάκα, αλλά το διαλαλούσαν όσο γινόταν πιο μεγαλόφωνα, όπως έκαναν και οι πωλητές κερασιών, μενεξέδων ή φρέσκου σκουμπριού. Το θέατρο και η όπερα ήταν ένα πανδαιμόνιο επευφημιών και αποδοκιμασιών. Ακόμα και στην ύπαιθρο, οι αγρότες τραγουδούσαν την ώρα του μόχθου. Τώρα δεν τραγουδούν. Αυτό που έχει αλλάξει δεν είναι τόσο η στάθμη του θορύβου, για την οποία άλλωστε διαμαρτύρονταν και τους προηγούμενους αιώνες, όσο το μέγεθος του περισπασμού, ο οποίος καταλαμβάνει το χώρο όπου θα περίμενες να εισβάλει η σιωπή. Αναδεικνύεται ένα άλλο παράδοξο, καθώς, όταν εισβάλλει η σιωπή –στο βάθος ενός πευκοδάσους, στη γυμνή έρημο, σε ένα δωμάτιο που άδειασε ξαφνικά–, πιο συχνά τρομάζει παρά είναι ευπρόσδεκτη. Αρχίζει να κυριαρχεί ο φόβος – το αυτί ενστικτωδώς εστιάζει σε οτιδήποτε θα μπορούσε να το απαλλάξει από αυτό το άγνωστο κενό, ανεξάρτητα από το αν είναι το σύριγμα φωτιάς, το κάλεσμα πουλιού ή το θρόισμα φύλλων. Οι άνθρωποι θέλουν τη σιωπή, αλλά όχι τόση. | Entry #23503 — Discuss 0 — Variant: Not specified Winner
|
Είναι χαρακτηριστικό της εποχής μας, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο, οι άνθρωποι να λαχταρούν λίγη ησυχία, αλλά να μην τη βρίσκουν. Η βουή της κίνησης, το ασταμάτητο κουδούνισμα των τηλεφώνων, οι ανακοινώσεις από τα μεγάφωνα σε λεωφορεία και τρένα, τα ουρλιαχτά από τους τηλεοπτικούς δέκτες, ακόμη και σε άδεια γραφεία, αποτελούν αδιάκοπη επίθεση και προκαλούν αποσυντονισμό. Η ανθρώπινη φυλή, εξαντλημένη από τη φασαρία που παράγει η ίδια, αναζητά την απουσία της —είτε στην άγρια φύση, στην ανοιχτή θάλασσα ή σε κάποιο θέρετρο ειδικά φτιαγμένο για ηρεμία και συγκέντρωση. Ο Alain Corbin, καθηγητής ιστορίας, γράφει από το καταφύγιό του στη Σορβόννη και ο Erling Kagge, Νορβηγός εξερευνητής, από τις μνήμες του στην έρημη Ανταρκτική, όπου και οι δύο προσπάθησαν να καταφύγουν. Κι όμως, όπως σημειώνει ο κος Corbin στο «A History of Silence», μάλλον ο θόρυβος έχει μειωθεί σε σχέση με παλαιότερα χρόνια. Πριν από τα λάστιχα πεπιεσμένου αέρα, οι δρόμοι στις πόλεις γέμιζαν από τον εκκωφαντικό κρότο που έκαναν οι μεταλλικοί τροχοί και τα πέταλα των αλόγων στις πέτρες. Προτού οι άνθρωποι απομονωθούν αυτόβουλα στα κινητά τους τηλέφωνα, τα λεωφορεία και τα τρένα βούιζαν από ομιλίες. Οι εφημεριδοπώλες δεν άφηναν την πραμάτεια τους αθόρυβα, αλλά τη διαλαλούσαν στη διαπασών, όπως έκαναν και αυτοί που πουλούσαν κεράσια, βιολέτες και φρέσκο σκουμπρί. Το θέατρο και η όπερα ήταν ένα χάος από επιφωνήματα και κραυγές. Ακόμη και στην ύπαιθρο, οι χωρικοί τραγουδούσαν την ώρα που δούλευαν. Τώρα πια δεν τραγουδούν. Αυτό που έχει αλλάξει δεν είναι τόσο το επίπεδο θορύβου, για τον οποίο διαμαρτύρονταν και οι άνθρωποι των περασμένων αιώνων, αλλά το επίπεδο αποσυντονισμού, ο οποίος καταλαμβάνει τη θέση ενός άλλου πιθανού εισβολέα, της ησυχίας. Εδώ δημιουργείται ακόμη ένα παράδοξο, επειδή σε περίπτωση που εισβάλει η ησυχία —στα άδυτα ενός πευκοδάσους, στην άγονη έρημο, σε ένα δωμάτιο που άδειασε ξαφνικά— συχνά καταντάει εκνευριστική παρά ευχάριστη. Ξυπνάει ο τρόμος. Το αυτί ενστικτωδώς στρέφει την προσοχή του σε οτιδήποτε, είτε είναι μια φωτιά που τσιτσιρίζει, είτε ένα κάλεσμα πουλιού, είτε το θρόισμα των φύλλων, τα οποία θα το γλιτώσουν από το άγνωστο αυτό κενό. Οι άνθρωποι ναι μεν θέλουν ησυχία, αλλά όχι και τόση. | Entry #23569 — Discuss 0 — Variant: Not specified
|
Ένα θέμα της εποχής, τουλάχιστον στον ανεπτυγμένο κόσμο, είναι ότι οι άνθρωποι επιθυμούν τη σιωπή δίχως να μπορούν να τη βρουν πουθενά. Ο βρυχηθμός της κυκλοφορίας, ο αδιάκοπος ήχος των τηλεφώνων, οι ψηφιακές ανακοινώσεις σε λεωφορεία και τρένα, οι τηλεοράσεις που παίζουν με διαπεραστικό ήχο ακόμα και στα άδεια γραφεία, δεν είναι παρά μια ατέλειωτη μπαταρία και μια απόσπαση της προσοχής. Η ανθρώπινη φυλή εξαντλείται με θόρυβο και λαχταράει το αντίθετό του - είτε στην άγρια φύση, είτε στον απέραντο ωκεανό ή σε κάποιο καταφύγιο αφιερωμένο στην ακινησία και τη συγκέντρωση. Ο Alain Corbin, καθηγητής ιστορίας, γράφει από το καταφύγιό του στη Σορβόννη, και ο Erling Kagge, Νορβηγό εξερευνητή, από τις αναμνήσεις του για τα απόβλητα της Ανταρκτικής, όπου και οι δύο προσπάθησαν να ξεφύγουν. Και όμως, όπως επισημαίνει ο κ. Corbin στην «Ιστορία της Σιωπής», κατά πάσα πιθανότητα δεν υπάρχει περισσότερος θόρυβος από ό,τι συνήθως υπήρχε . Πριν από τα λάστιχα των αυτοκινήτων, οι δρόμοι της πόλης έσφυζαν από εκκωφαντικές κρούσεις από τους μεταλλικά επιστρωμένους τροχούς και τα πέταλα των αλόγων πάνω στην πέτρα. Πριν από την εκούσια απομόνωση στα κινητά τηλέφωνα, στα λεωφορεία και τα τρένα «κουδούνιζαν» οι συνομιλίες. Οι πωλητές των εφημερίδων δεν εγκατέλειπαν το εμπόρευμά τους πάνω σε βωβούς σωρούς, αλλά το διαλαλούσαν με την πιο υψηλή ένταση της φωνής τους, όπως και αυτοί που πουλούσαν κεράσια, βιολέτες και φρέσκια σκουμπριά. Το θέατρο και η όπερα ήταν ένα χάος από ζητωκραυγές και αποδοκιμασίες. Ακόμη και στην ύπαιθρο, οι αγρότες τραγουδούσαν την ώρα του μόχθου τους. Τώρα πια δεν τραγουδάνε. Αυτό που έχει αλλάξει δεν είναι τόσο το επίπεδο θορύβου, για το οποίο γινόντουσαν διαμαρτυρίες αιώνες πριν, αλλά το επίπεδο απόσπασης της προσοχής, το οποίο καταλαμβάνει το χώρο μέσα στον οποίο η σιωπή μπορεί να εισβάλλει. Εκεί υπάρχει ένα άλλο παράδοξο, γιατί όταν εισβάλλει - στα βάθη ενός πευκοδάσους, στη γυμνή έρημο, σε ένα άδειο ξαφνικά δωμάτιο - αποδεικνύεται συχνά εκφοβιστικό παρά ευπρόσδεκτο. Υπεισέρχεται ο φόβος, το αυτί ενσωματώνεται ενστικτωδώς σε οτιδήποτε, ανεξάρτητα από το αν πρόκειται για συριγμό φωτιάς ή κελάηδισμα των πουλιών ή θρόισμα των φύλλων, που θα το σώζει από αυτό το άγνωστο κενό. Οι άνθρωποι θέλουν τη σιωπή, αλλά όχι τόσο πολύ. | Entry #23521 — Discuss 0 — Variant: Not specified
|
Ένα από τα θέματα της εποχής μας, τουλάχιστον στις ανεπτυγμένες χώρες, είναι ότι ο κόσμος, ενώ λαχταρά την ησυχία, δεν μπορεί να τη βρει πουθενά. Η βοή των αυτοκινήτων, τα ατέλειωτα κουδουνίσματα των τηλεφώνων, ψηφιακές αναγγελίες μέσα στα τραίνα και τα λεωφορεία, τηλεοράσεις που ουρλιάζουν ακόμα και σε κενά γραφεία αποτελούν ένα συνεχές σφυροκόπημα που αποσπά την προσοχή. Το ανθρώπινο είδος αυτό-εξαντλείται με τον θόρυβο και νοσταλγεί το αντίθετο – ψάχνοντας είτε μέσα στην άγρια φύση, είτε στο μέσον του ωκεανού ή σε κάποιο καταφύγιο για να βρει την ησυχία και να συγκεντρωθεί. Ο Αλέν Κορμπέν, καθηγητής της ιστορίας, γράφει από το καταφύγιό του στη Σορβόνη και ο Έρλινγκ Κάγγε, Νορβηγός εξερευνητής, από τις αναμνήσεις του από τα σκουπίδια της Ανταρκτικής, όπου ο καθένας τους προσπάθησε να δραπετεύσει. Παρόλα αυτά όμως, όπως τονίζει ο κ. Κορμπέν στο «Μια Ιστορία Σιωπής», μάλλον δεν υπάρχει σήμερα περισσότερος θόρυβος απ’ ότι παλαιότερα. Πριν από τα φουσκωτά ελαστικά, οι δρόμοι των πόλεων έσφυζαν από τον εκκωφαντικό θόρυβο των μεταλλικών τροχών και των πετάλων των αλόγων στο λιθόστρωτο. Πριν από την εθελοντική απομόνωση στα κινητά τηλέφωνα, τα λεωφορεία και τα τρένα πάλλονταν από τις συνομιλίες. Οι εφημεριδοπώλες δεν άφηναν το εμπόρευμά τους σε μια αθόρυβη στήλη, το διαφήμιζαν στο διαπασών, το ίδιο και αυτοί που πουλούσαν φρούτα, λουλούδια και φρέσκα ψάρια. Τα θέατρα και η όπερα ήταν ένα χάος από ζητωκραυγές και γιουχαΐσματα. Ακόμα και στα χωράφια, οι χωρικοί τραγουδούσαν την ώρα που μοχθούσαν στη δουλειά τους. Τώρα δεν τραγουδούν. Αυτό που έχει αλλάξει δεν είναι τόσο η ένταση του θορύβου, για την οποία και οι παλαιότεροι παραπονιόντουσαν, αλλά το ύψος του περισπασμού, ο οποίος καταλαμβάνει τον χώρο που η σιωπή θα μπορούσε να καταλάβει. Εδώ διαγράφεται ένα άλλο παράδοξο, επειδή όταν αυτή δεν καταλαμβάνει τον χώρο – στα βάθη ενός πευκοδάσους, μέσα στη γυμνή έρημο, μέσα σ’ ένα δωμάτιο που άδειασε ξαφνικά – συχνά γίνεται μάλλον ανυπόφορη παρά ευπρόσδεκτη. Ο τρόμος έρχεται έρποντας. Το αφτί ενστικτωδώς πιάνεται απ’ οτιδήποτε, είτε αυτό είναι το τσιτσίρισμα μιας φωτιάς, το κελάϊδισμα ενός πουλιού ή το σούρσιμο φύλλων, που θα το γλιτώσει απ’ αυτό το άγνωστο κενό. Οι άνθρωποι θέλουν ησυχία, όχι όμως τόση πολλή. | Entry #23155 — Discuss 0 — Variant: Not specified
|
Ένα φαινόμενο της σύγχρονης εποχής, τουλάχιστον σε ανεπτυγμένες χώρες, είναι ότι οι άνθρωποι ποθούν την σιωπή και πουθενά δεν μπορούν να τη βρουν. Η βουή της κίνησης στους δρόμους, τα ασταμάτητα beep των τηλεφώνων, ηλεκτρονικές ενημερώσεις σε λεωφορεία και τρένα, τηλεοπτικές συσκευές στη διαπασών ακόμα και μέσα σε άδεια γραφεία: περισπασμοί χωρίς τέλος, μια ασταμάτητη μπαταρία. Το ανθρώπινο είδος αυτοεξαντλείται μέσα από τον θόρυβο και λαχταρεί για το αντίθετο—στην άγρια φύση, στον απέραντο ωκεανό ή σε ταξίδια απόδρασης σε μέρη γαλήνης και συγκέντρωσης. Ο Άλαν Κόρμπιν, καθηγητής ιστορίας, γράφει από το καταφύγιο του στην Σορμπόνη, και ο Έρλινγκ Κάτζε, νορβηγός εξερευνητής, αποτυπώνει τις αναμνήσεις του για τα σκουπίδια της Ανταρκτικής, το σημείο εκείνο της γης όπου και οι δύο έχουν προσπαθήσει να αποδράσουν. Και όμως, όπως ο Κόρμπιν τονίζει στο «Μια Ιστορία Σιωπής», προφανώς στις μέρες μας δεν υπάρχει περισσότερος θόρυβος σε σύγκριση με άλλες εποχές. Πριν από τα λάστιχα αυτοκινήτων, στους δρόμους των πόλεων κυριαρχούσε η εκκωφαντική κλαγγή των τροχών με μεταλλικές ζάντες και ο θόρυβος από το χτύπημα των πετάλων των αλόγων πάνω στις πέτρες. Πριν από την οικειοθελή απομόνωση με τα κινητά, στα λεωφορεία και τα τρένα βασίλευε η κουβέντα. Οι εφημεριδοπώλες δεν έβγαζαν την πραμάτεια τους σιωπηλά αλλά τη διαφήμιζαν φωναχτά, όπως έκαναν άλλωστε και όσοι πωλούσαν κεράσια, βιολέτες και φρέσκο σκουμπρί. Το θέατρο ήταν ένα χάος με ζητοκραυγές και γιουχαΐσματα. Ακόμα και στην ύπαιθρο, οι χωρικοί τραγουδούσαν όσο και αν κόπιαζαν στα χωράφια. Σήμερα δεν τραγουδούν. Αυτό που άλλαξε δεν είναι τόσο το επίπεδο θορύβου, κάτι για το οποίο ακόμα και οι άνθρωποι των προηγούμενων αιώνων διαμαρτύρονταν, αλλά το επίπεδο του περισπασμού, που καταλαμβάνει τον χώρο στον οποίο θα μπορούσε να διεισδύσει η σιωπή. Στο σημείο αυτό, διαφαίνεται ένα άλλο παράδοξο, γιατί όταν πράγματι διεισδύει—στα βάθη ενός πευκοδάσους, σε μια γυμνή έρημο, σε ένα δωμάτιο που μόλις άδειασε—συχνά αποδεικνύεται αποθαρρυντική παρά καλοδεχούμενη. Στοιχειώνει ο φόβος καθώς το αυτί ενστικτωδώς αυξάνει την εγρήγορση του για να αφουγκραστεί κάτι, ό,τιδήποτε, είτε είναι το σφύριγμα της φωτιάς, το κάλεσμα ενός πουλιού ή ο ψύθυρος των φύλλων, που θα το σώσουν από αυτό το άγνωστο κενό. Οι άνθρωποι θέλουν τη σιωπή, αλλά όχι τόσο πολύ. | Entry #22400 — Discuss 0 — Variant: Not specified
|
Ένα μοτίβο της εποχής, τουλάχιστο στον ανεπτυγμένο κόσμο, είναι ότι οι άνθρωποι λαχταρούν τη σιωπή και δεν μπορούν να τη βρουν. Το βουητό της οδικής κυκλοφορίας, το αδιάκοπο κουδούνισμα των τηλεφώνων, οι ηλεκτρονικές αναγγελίες στα λεωφορεία και στα τρένα, τηλεοπτικοί δέκτες με διαπεραστικό ήχο ακόμη και σε άδεια γραφεία, είναι ένα ατέλειωτο σφυροκόπημα και περισπασμός. Το ανθρώπινο είδος εξαντλείται με τον θόρυβο και λαχταρά το αντίθετο είτε είναι στην άγρια φύση, στον ευρύ ωκεανό ή σε κάποιο απομονωμένο εξοχικό αφιερωμένο στην ηρεμία και την συγκέντρωση. Ο Αλέν Κορμπιν (Alain Corbin), ένας καθηγητής ιστορίας, γράφει από το καταφύγιο του στη Σορβόνη και ο Έρλιν Κάγκε (Erling Kagge), ένας Νορβηγός εξερευνητής από τις μνήμες του των ερημικών περιοχών της Ανταρκτικής, όπου και οι δύο προσπάθησαν να αποδράσουν. Εν τούτοις, όπως ο κύριος Κόρμπιν επισημαίνει στο «ιστορία της σιωπής», πιθανώς δεν υπάρχει περισσότερος θόρυβος από ότι συνήθως υπήρχε. Πριν από τα ελαστικά με πεπιεσμένο αέρα οι δρόμοι της πόλης ήταν γεμάτοι από τους εκκωφαντικούς μεταλλικούς ήχους πάνω στην πέτρα των τροχών με μεταλλική στεφάνη και τα πέταλα των αλόγων. Πριν από την εθελοντική απομόνωση στα κινητά τηλέφωνα, λεωφορεία και τρένα αντηχούσαν από συζητήσεις. Οι εφημεριδοπώλες δεν άφηναν την πραμάτεια τους σε μια βουβή στοίβα αλλά την διαφήμιζαν διαλαλώντας αυτήν, όπως έκαναν και οι πωλητές κερασιών, βιολετών και φρέσκων σκουμπριών. Το θέατρο και η όπερα αποτελούσαν ένα χάος ζητωκραυγών και αποδοκιμασιών. Ακόμη και στην εξοχή, χωριάτες τραγούδαγαν καθώς δούλευαν σκληρά. Τώρα δεν τραγουδούν. Αυτό που άλλαξε δεν είναι τόσο το επίπεδο του θορύβου, που στους προηγούμενους αιώνες επίσης διαμαρτυρόμασταν, αλλά το επίπεδο περισπασμού, το οποίο καταλαμβάνει το χώρο στον οποίο μπορεί να εισβάλει η σιωπή. Εκεί ξεπροβάλει άλλο ένα παράδοξο, γιατί όταν εισβάλει-στα βάθη ενός πευκοδάσους, στη γυμνή έρημο, σε ένα ξαφνικά εκκενωμένο δωμάτιο-συχνά αποδεικνύεται ότι δημιουργεί νευρικότητα αντί να είναι ευπρόσδεκτη. Φόβος αρχίζει να εισχωρεί. Το αφτί αυθόρμητα συγκεντρώνεται στο οτιδήποτε, είτε συριγμό φωτιάς ή κάλεσμα πουλιού ή το θρόισμα των φύλλων, που θα το σώσει από αυτήν την άγνωστη κενότητα. Οι άνθρωποι θέλουν τη σιωπή, αλλά όχι τόση πολύ. | Entry #23584 — Discuss 0 — Variant: Modern
|
Ένα επίκαιρο θέμα, τουλάχιστον στον αναπτυγμένο κόσμο, είναι ότι οι άνθρωποι λαχταρούν τη σιγή και δεν μπορούν να βρουν καμιά. Η βοή της κίνησης, ο ακατάπαυστος ήχος των τηλεφώνων, οι ψηφιακές ανακοινώσεις στα λεωφορεία και τρένα, οι συσκευές της τηλεόρασης που ηχούν ακόμα και σε κενά γραφεία, είναι ένα ατέλειωτο μπαράζ και τρέλα. Η ανθρώπινη φυλή αυτοεξαντλείται με τον θόρυβο και νοσταλγεί το αντίθετό του – είτε μέσα στην άγρια φύση, στον πλατύ ωκεανό ή σε κάποιο ησυχαστήριο που είναι αφοσιωμένο στη γαλήνη και αυτοσυγκέντρωση. Ο Αlain Corbin, καθηγητής ιστορίας , γράφει από το καταφύγιό του στη Σορβόννη, και ο Erling Kagge, Νορβηγός εξερευνητής από τις αναμνήσεις του για τους χερσότοπους της Ανταρκτικής, όπου και οι δυο έχουν προσπαθήσει να δραπετεύσουν. Και όμως, όπως επισημαίνει ο κος Corbin στη « Ιστορία της Σιωπής» πιθανώς δεν υπάρχει περισσότερος θόρυβος από τον συνηθισμένο. Πριν από τα αεροκίνητα, οι δρόμοι των πόλεων ήταν γεμάτοι με την εκκωφαντική κλαγγή της μεταλλικής επιφάνειας των τροχών και των πετάλων στην πέτρα. Πριν την εκούσια απομόνωση των κινητών τηλεφώνων, τα λεωφορεία και τα τρένα αντηχούσαν με την κουβέντα. Οι πωλητές των εφημερίδων δεν άφηναν την πραμάτεια τους σε μια ανεκδήλωτη στοιβάδα , αλλά τη διαφήμιζαν μεγαλόφωνα, όπως έκαναν οι μικροπωλητές των κερασιών, των βιολετών και του φρέσκων σκουμπριών. Το θέατρο και η όπερα ήταν ένα χάος από εύγε και γιουχάισμα. Ακόμα και στην ύπαιθρο οι χωριάτες τραγουδούσαν ενώ ειλώτευαν. Αυτό που έχει αλλάξει δεν είναι τόσο πολύ η ένταση του θορύβου, για την οποία παραπονέθηκαν στους προηγούμενους αιώνες, όσο η ένταση της διάσπασης της προσοχής η οποία καταλαμβάνει τον χώρο που ίσως διαταράσσει η σιωπή. Εκεί επίκειται και ένα άλλο παράδοξο, γιατί όταν πραγματοποιεί επιδρομή – στα βάθη ενός πευκοδάσους, στην γυμνή έρημο, σε ένα ξαφνικά άδειο δωμάτιο – συχνά αποδεικνύει αναστάτωση παρά καλωσόρισμα. Ο φόβος γλιστράει μέσα; το αυτί ενστικτωδώς προσκολλιέται σε οτιδήποτε, είτε στο συριγμό της φωτιάς ή στο τιτίβισμα των πουλιών ή στο θρόισμα των φύλλων που θα το σώσουν από το άγνωστο κενό. Οι άνθρωποι επιθυμούν τη σιωπή, αλλά όχι τόσο πολύ. | Entry #23824 — Discuss 0 — Variant: Modern
|