les arêtes ( une arête ) οι αρμοί
Creator: | |
Language pair: | francoščina - grščina |
Definition / notes: | ( 1. η ακμή που σχηματίζει η τομή δύο επιπέδων, όπως η ακμή ενός κύβου- 2. το οστούν ενός ιχθύος, κοινώς, το ψαροκόκκαλο) |
Your current localization setting
slovenščina
Close search